- χιλιάρχου
- χῑλιάρχου , χιλίαρχοςcaptain over a thousandmasc gen sgχῑλιάρχου , χιλιάρχηςcommander of amasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζέρβας — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από το Σούλι. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό του Μάρκου Μπότσαρη και το 1824 πήρε τον βαθμό του χιλίαρχου. Πολέμησε στην άμυνα του Μεσολογγίου το 1825, όπου και τραυματίστηκε κατά… … Dictionary of Greek
νέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Φιλοτέχνησε κυρίως αττικά μελανόμορφα αγγεία, ενώ από το έργο του έχουν σωθεί πέντε ενυπόγραφα αγγεία. Δύο θραυσμένοι κάνθαροι από την Ακρόπολη των Αθηνών (σήμερα… … Dictionary of Greek
συγχιλίαρχος — ὁ, Α [χιλίαρχος] συνάδελφος χιλιάρχου, αυτός που και ο ίδιος είναι χιλίαρχος … Dictionary of Greek
χιλίαρχος — ο, ΝΜΑ, και χειλίαρχος Α στρ. διοικητής χιλίων ανδρών, χιλιαρχίας νεοελλ. (κατά την εποχή τής Επανάστασης και, ιδίως, τού Καποδίστρια) διοικητής μεγάλης στρατιωτικής μονάδας αρχ. 1. (στους Πέρσες και στους Μακεδόνες) τίτλος αξιωματούχου τής… … Dictionary of Greek
χιλιαρχία — η, ΝΜΑ [χιλίαρχος] 1. το αξίωμα τού χιλιαρχου 2. στρατιωτικό σώμα χιλίων, περίπου, ανδρών που διοικούσε χιλίαρχος (α. «μέ στείλανε... με τη χιλιαρχία τού Τζαβέλλα», Βλαχογ. β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ) αρχ. 1. περσική… … Dictionary of Greek
Αβαρικιώτης, Ιωάννης — Αγωνιστήςτου 1821. Έφτασε στον βαθμό του χιλίαρχου (1825). Συγκρότησε σώμα πολεμιστών, με το οποίο πήρε μέρος στην άμυνα του πολιορκημένου Μεσολογγίου και στις μάχες κατά των Τούρκων που έγιναν στο Αιτωλικό, στο Καρπενήσι, στη Λιβαδειά, στον Άγιο … Dictionary of Greek
Αναγνώστου — I Επώνυμο τριών αγιογράφων. 1. Γεώργιος (18ος αι.). Γεννήθηκε στα Φουρνά της Ευρυτανίας. Σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Διονυσίου «του εκ Φουρνά ιστοριογράφου», που λειτούργησε από τους μαθητές του Διονυσίου και ύστερα από τον θάνατο του… … Dictionary of Greek
Αναστασόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από την Ηλεία. Έλαβε μέρος και διακρίθηκε στην πολιορκία της Πάτρας κατά την οποία στρατολόγησε πολλούς αγωνιστές από τη Δίβρη (Κρινόφυτο). Για τη δράση του αυτή ονομάστηκε χιλίαρχος. Πέθανε το … Dictionary of Greek
Αντωνόπουλος — I Επώνυμο τριών διακεκριμένων οικογενειών, αγωνιστών του 1821, που προσέφεραν πολλές υπηρεσίες στο ελληνικό έθνος. 1. Οικογένεια από την Ανδρίτσαινα. Δύο από τα μέλη της ήταν αγωνιστές του 1821, o Αντώνιος και ο Γεώργιος. Ο πρώτος σε μικρή ηλικία … Dictionary of Greek
Αποσκίτης, Αργύριος — Αγωνιστής του 1821. Οπλαρχηγός από τη Γορτυνία. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες ακολουθώντας τους Δεληγιανναίους. Το 1825 του δόθηκε ο βαθμός του χιλίαρχου. Στη μάχη των Τρικόρφων τραυματίστηκε σοβαρά και στα δύο του χέρια και έμεινε ανάπηρος … Dictionary of Greek